- ὑπέρμεγας
- ὑπέρμεγαςimmensely greatmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπέρμεγας — ὑπερμεγάλη, ὑπέρμεγα, ΜΑ [μέγας] πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης … Dictionary of Greek
ὑπέρμεγα — ὑπέρμεγας immensely great neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπέρμεγαν — ὑπέρμεγας immensely great masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… … Dictionary of Greek